αμαζόνειος

αμαζόνειος
-εια, -ειο (ΑΜ ἀμαζόνιος, -ιον
Μ και ἀμαζόνειος, -ειον) [Αμαζών]
αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αμαζόνα, στις Αμαζόνες
αρχ.
ως επίθ. τού Απόλλωνος στη Λακωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμαζονικός — ή, ό (Α Ἀμαζονικός, ή, όν) 1. ο αμαζόνειος* 2. αυτός που έχει ύφος αρρενωπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀμαζὼν + παράγ. κατάλ. ικός] …   Dictionary of Greek

  • αμαζόνα — η (Α ως κύριο όνομα Ἀμαζών) η μυθική Αμαζών (βλ. Αμαζόνες) νεοελλ. 1. γυναίκα που ασκείται στην ιππασία και ιππεύει με μεγάλη επιδεξιότητα 2. εύσωμη, σφριγηλή και αθλητική γυναίκα 3. γενναία, πολεμοχαρής γυναίκα, αντρογυναίκα αρχ. 1. ως επίθ. τής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”